Μια συνέντευξη στον Δημήτρη Γκιβίση
Η συζήτηση ενάντια στις παρελάσεις έχει ανοίξει για τα καλά την τελευταία δεκαετία – παλαιότερα ακούγονταν μονάχα μεμονωμένες ποιητικές φωνές όπως του Μιχάλη Κατσαρού ή του Άρη Αλεξάνδρου. Σήμερα πολιτικοί σχηματισμοί, κινήσεις, συλλογικότητες, αλλά και αρκετοί διανοούμενοι και συγγραφείς, όπως ο Γιώργος Τσιάκαλος, ο Νίκος Δήμου, ο Γιώργος Νακρατζάς και άλλοι, παίρνουν σαφή θέση ενάντια στις παρελάσεις. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο θεσσαλονικιός συγγραφέας Θανάσης Τριαρίδης: στο βιβλίο του Η αληθινή ιστορία της Αϊντας και του Ρανταμές πραγματεύεται την παρέλαση των νικητών ως παραδειγματική τελετουργία μίσους.
Δημήτρης Γκιβίσης
Περνάει ο στρατός
της πατρίδας φρουρός
και τραγουδεί
το Gloria all Egitto,
το Πιστεύω εις έναν Θεό,
τον Ύμνο εις την Ελευθερία,
τον Ύμνο της Τρίτης Διεθνούς,
τον Ύμνο της Εργασίας που Απελευθερώνει -
και πίσω του σέρνει δεμένους
τους μιαρούς τους αιχμαλώτους.
Περνάει, περνάει ο στρατός των δολοφόνων,
του φόβου και του τρόμου μας
ο πιστός υπηρέτης.
Στο πέρασμα του σφάζει τους φτωχούς,
τα βρέφη που όταν μεγαλώσουν
θα είναι εχθροί μας –
κι έτσι προς την δόξα περπατεί.
Από το βιβλίο Η αληθινή ιστορία της Αΐντα και του Ρανταμές, 2005, αποσπάσματα από το κεφ. 8 («Marcia»).
Πόσο παλιά είναι η ιστορία των παρελάσεων;
Η παρέλαση είναι μια τελετουργία τρόμου, μίσους και θανάτου, και ως τέτοια διαδικασία υπάρχει από τις πρωτόγονες κοινωνίες. Σε κάθε παρέλαση γιορτάζεται μία νίκη επί του φαντασιακού Εχθρού μας. Δίχως αυτόν τον Εχθρό δεν μπορεί να γίνει η παρέλαση. Ο θάνατος ετούτου του αντιπάλου πάντοτε συνοδευόταν πάντοτε από μια τελετουργία δημόσιας διαπόμπευσης είτε μιλούμε για τον δυτικό κόσμο, είτε μιλούμε για τις κοινωνίες που περιέγραψε ο Φρέιζερ στον Χρυσό Κλώνο. Για αιώνες τα κομμένα κεφάλια των νικημένων περιφέρονταν επιδεικτικά και τοποθετούνταν πάνω στα δέντρα, οι νικητές έγδερναν τους αντιπάλους τους και φορούσαν το τομάρι τους ή έβαφαν τα μουστάκια και τα γένια τους με το αίμα του σκοτωμένου εχθρού. Οι ρωμαϊκοί θρίαμβοι δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τελετουργική διαπόμπευση: μην ξεχνάμε ότι ο Μάρκος Αντώνιος και η Κλεοπάτρα αυτοκτονούν, γιατί δεν αντέχουν τη σκέψη του να συρθούν σιδεροδέσμιοι στην παρέλαση που θα ετοίμαζε ο Οκταβιανός στη Ρώμη. Στο τέλος του 14ου αιώνα ο Ταμερλάνος, σε κάθε χωριό που κατακτούσε άφηνε πίσω του ένα παραδειγματικό μνημείο, μια πυραμίδα με κομμένα κεφάλια. Μια ιδιότυπη παρέλαση των ηττημένων επιφύλαξε στα Βαλκάνια το 1014 μ.Χ. ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος – στα σχολεία τον διδάσκουνε ως «μέγιστο βυζαντινό βασιλιά»: μετά την μάχη στο Κλειδί, τύφλωσε 14.000 ανθρώπους αφήνοντας σε κάθε 100 από έναν μονόφθαλμο, και μετά τους έστειλε να γυρίσουν πίσω. Ουσιαστικά επιδίωξε μια φρικτή παραδειγματική παρέλαση τυφλών ανθρώπων.
Πως αποτυπώνονται οι παρελάσεις στην τέχνη; Και τι συμβαίνει στην περίφημη «Marcia» της Αΐντα του Βέρντι.
Αποτυπώνονται με όλους τους δυνατούς τρόπους – συνήθως βέβαια ως προπαγάνδα αλλά και ως ντεκόρ. Ωστόσο η πλέον φημισμένη παρέλαση στην ιστορία της τέχνης βρίσκεται πράγματι στην Αΐντα. Είναι η παρέλαση των ηττημένων Αιθιόπων μπροστά στα μάτια των νικητών Αιγυπτίων. Η Αΐντα, που ανέβηκε στην όπερα του Καΐρου το 1871, είναι ένα έργο που γράφτηκε για να προπαγανδίσει την επικείμενη εισβολή Ιταλίας και Αιγύπτου στην Αιθιοπία (εισβολή που τελικά έγινε το 1872). Είναι μια όπερα με υπέροχη μουσική, πραγματική τομή στην ιστορία της μουσικής – μα ουσιαστικά προπαγανδίζει το θρίαμβο μιας Αρίας φυλής επί μιας φυλής «κατώτερης» και «μιαρής». Και στην προπαγάνδα αυτήν συνέπραξε ο ίδιος ο Βέρντι, ένα από τα πλέον φιλελεύθερα μυαλά του καιρού του.
Ο Ουμπέρτο Έκο γράφει πως «κάθε παρέλαση είναι ένα δημόσια εκτεθειμένο ψέμα».
Ναι, είναι ψέμα διότι είναι παράγωγό ενός κατασκευασμένου «εμείς». Όπως άλλωστε δημόσια ψέματα είναι όλες οι σημαίες, όλοι οι ύμνοι, όλες οι συλλογικές Νίκες. Και δυστυχώς όλα αυτά αποτελούν πια μέρος του θυμικού και της νοσταλγίας μας. Ο κόσμος που κατεβαίνει στις παρελάσεις έχει την αίσθηση ότι συμμετέχει σε ένα πανηγύρι, αλλά ξεχνάει ότι το πανηγύρι αυτό γίνεται μπροστά σε όπλα που φτιάχτηκαν για να σκοτώνουν ανθρώπους. Βλέπουμε τη σημαία που μας έμαθαν πως συμβολίζει τη χώρα μας, ή τη σημαία των άλλοτε αλάθητων ιδεολογιών μας, και συγκινούμαστε γιατί νοσταλγούμε τα «παλιά χρόνια», την παιδική μας ηλικία, τη νεότητά μας. Και την ίδια στιγμή λησμονούμε πως η κάθε σημαία δηλώνει ξεκάθαρα μια εμπόλεμη κατάσταση: τον πόλεμό μας με τον μεγάλο φαντασιακό Εχθρό μας. Όπως και τα βάθρα των νικητών, τα μεγάλα τρόπαια, τα γεμάτα γήπεδα και οι πάσης φύσης Νίκες προϋποθέτουν το πτώμα αυτού του φαντασιακού Εχθρού.
Ο 20ος αιώνας μπορεί να χαρακτηριστεί ως o αιώνας των παρελάσεων;
Ο 20ος αιώνας είναι ο αιώνας του πολιτικού κοσμοδιορθωτισμού που γέννησε τον ναζισμό, τους φασισμούς και τους ολοκληρωτισμούς. Μοιραία η υπόθεση της προπαγάνδας έγινε πολιτική τέχνη – για την ακρίβεια, η προπαγάνδα εκτόπισε την πολιτική. Ο ναζισμός ήταν που έβαλε τις παρελάσεις στο κέντρο της προπαγάνδας του: η στοιχημένη εικόνα στρατιωτών, αθλητών, λαμπαδηδρόμων, εργατών, μαθητών, δοξάστηκε ως η μοναδική αλήθεια στην οποία θα μας οδηγήσει ο «Οδηγός», ο «Φίρερ». Ο ναζισμός υποτίθεται πως νικήθηκε, αλλά η αισθητική πρόταση της στοίχισης, όπως λ.χ. την αποτυπώνει η Λένι Ρίφενσταλ, είναι κυρίαρχη. Ο Μουσολίνι, ο Μεταξάς, ο Στάλιν, ο Μάο ήσαν επιμελείς αντιγραφείς της προπαγάνδας του Χίτλερ. Αρκεί να σκεφτεί κανείς την παρέλαση του Κόκκινου Στρατού στο όνομα «του Λαού» που όλοι γνώριζαν πως συμβόλιζε και σηματοδοτούσε την κτηνώδη λεηλασία του λαού αυτού στο όνομά του.
Επομένως σήμερα δεν παρελαύνουν μόνο οι εθνικόφρονες.
Όχι βέβαια: η παρέλαση είναι μια δομική τελετουργία όλων όσων θέλουν να λεηλατήσουν τις ζωές των άλλων με την δική τους αλάθητη Μεγάλη Αλήθεια. Είναι τύραννοι, εστεμμένοι ή τραγιασκοφόροι (για θυμηθώ την διατύπωση του Άρη Αλεξάνδρου), εθνικιστές δικτάτορες ή θρησκευτικοί ηγέτες, παπάδες, μουλάδες ή κάθε λογής φανατικοί. Για παράδειγμα: μπορούμε να σκεφτούμε τις απαίσιες παρελάσεις της Ιερής Εξέτασης ή της Κου Κλουξ Κλαν – αλλά και την φαινομενικά αθώα ορθόδοξη ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, που καταλήγει στο κάψιμο του Ιούδα, δηλαδή σε μια τελετουργία αντισημιτισμού.
Πιστεύεις πως υπάρχει άμεση σχέση του εθνικισμού με τον ανορθολογισμό;
Ο εθνικισμός τρέφεται από τα υποσυνείδητο κόμπλεξ της υπεροχής, ως εκ τούτου συμπλέκεται με τον ανορθολογισμό, την αμάθεια και την λατρεία του παραλόγου. Το ίδιο το επιχείρημα της «ελληνοχριστιανικής συνέχειας» που επικαλούνται οι πολιτικά ορθοί εθνικιστές συνιστά μια πρώτου μεγέθους ιστορική στρέβλωση που παρακάμπτει μια οριακή σύγκρουση τριών αιώνων και αναρίθμητες σφαγές Συχνά ο ανορθολογισμός των πατριωτών γίνεται παιδαριώδης: στην Θεσσαλονίκη κάθε χρόνο γιορτάζουν τον «θάνατο του Μεγαλέξανδρου» σε μια κινητή ημερομηνία. Μερικοί μάλιστα, μες την αμάθειά τους, λογαριάζουν ανάμεσα στους «μάρτυρες της Ορθοδοξίας» και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο – παρόλο που ως Ενωτικός είχε ασπαστεί το καθολικό δόγμα. Οι ίδιοι άνθρωποι ηθελημένα αγνοούν πως από το 1925 η Ελληνική Κυβέρνηση είχε εκδόσει το ABECEDAR, το αλφαβητάρι της μακεδονικής γλώσσας, και επιμένουν πως η γλώσσα αυτή είναι «μια κατασκευή του Τίτο». Τα παραδείγματα του εθνικιστικού ανορθολογισμού δεν έχουν τέλος.
Nα μιλήσουμε και για τις μαθητικές παρελάσεις.
Κάθε παρέλαση, και η μαθητική, είναι μια στρατιωτική παρέλαση. Απλώς η μαθητική παρέλαση γίνεται για τους εχθρούς που θα έρθουν, ενώ η στρατιωτική παρέλαση γίνεται και για αυτούς που ήδη υπήρξαν ως εχθροί στο συλλογικό φαντασιακό υποσυνείδητο. Η μαθητική παρέλαση (στην Ελλάδα αποτελεί μια κληρονομιά της δικτατορίας του Μεταξά), πέρα από απάνθρωπη, είναι και ανήθικη. Στην στρατιωτική παρέλαση συμμετέχουν ενήλικες που έχουν την ευθύνη της συμμετοχής τους, αλλά και που μπορούν να αντισταθούν, έστω και με κυρώσεις. Αντίθετα στη μαθητική παρέλαση παρελαύνουν μικρά παιδιά που δεν έχουν αυτοβούλως αυτή την δυνατότητα. Όσο σίγουροι κι αν είμαστε για την αλήθεια μας, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να βάζουμε ένα παιδί να παρελαύνει, όπως δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να το βάζουμε να κηρύττει την οποιαδήποτε δική μας πίστη.
Ποια είναι η άποψή σου, για την συζήτηση των τελευταίων χρόνων σχετικά με τους σημαιοφόρους αλλοδαπούς μαθητές;
Εδώ προκύπτουν δύο θέματα. Το πρώτο είναι ότι ο κάθε μετανάστης πρέπει να έχει τα ίδια δικαιώματα που έχει και ο Έλληνας, και το δεύτερο είναι το δικαίωμα όλων των παιδιών (μεταναστών και γηγενών) στο να μην συμμετέχουν σε τελετουργίες μίσους. Έχω την υποψία, ότι σήμερα αν πάμε σε ένα σχολείο και ρωτήσουμε τα παιδιά αν θέλουν να σηκώσουν τη σημαία, οι περισσότεροι θα πουν ναι. Και οι μετανάστες το θέλουν και για έναν λόγο παραπάνω: έχοντας υποφέρει από τον κυρίαρχο εθνικισμό, θέλουν να αποδείξουν το αυτονόητο: πως δεν είναι παρίες. Εκείνο όμως που πρέπει να διεκδικήσουμε, είναι η κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων όχι γιατί δεν τις θέλουν οι μαθητές, αλλά γιατί δεν δικαιούμαστε να κάνουμε τους μαθητές ιερουργούς σε μια τελετουργία βίας και τρόμου. Όσοι θέλουν να παρελάσουν για οποιονδήποτε δικό τους λόγο, φυσικά και μπορούν να το κάνουν στο πλαίσιο της ελεύθερης έκφρασης των ανθρώπων, αλλά όχι υπό την σκέπη του δημόσιου σχολείου. Όπως το δημόσιο σχολείο δεν διοργανώνει καμία πορεία για τον ΠΑΟΚ –παρόλο που στα σχολεία της Τούμπας οι περισσότεροι μαθητές είναι μάλλον παοκτσήδες–, έτσι οφείλει να μην εκθέτει δημόσια νέους ανθρώπους ως ελεγχόμενα σώματα σε έναν δρόμο μπροστά από όπλα. Το σχολείο υποτίθεται πως μορφώνει τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, ως μονάδα, πως αντιστρατεύεται την λογική της αγέλης. Η μαθητική παρέλαση είναι μια διαδικασία πέρα για πέρα αντιεκπαιδευτική. Δεν γίνεται να διδάσκεις σε έναν άνθρωπο το να ψάχνει την αλήθεια του δια της έρευνας και του ορθού λόγου, και παράλληλα να του λες: «τώρα γίνε κοπάδι, γίνε μάζα, εκκλησίασμα, κυρίαρχος λαός ή οτιδήποτε άλλο, και περπάτα καμαρωτά μπροστά από εργαλεία θανάτου». Και στο μεταξύ, σε αυτή την αλλόκοτη πασαρέλα, «επίσημοι» και «λαός» θα χειροκροτούν την κατεσταλμένη σου αμφιβολία, τη νίκη του φόβου τους επί της δικής σου ζωής.
Πόσο πιστεύεις ότι επηρεάζεται η ελληνική κοινωνία, από τη δημόσια συζήτηση για την κατάργηση των παρελάσεων;
Σίγουρα, όσοι μιλάνε ενάντια στους θεσμούς του εθνικού κράτους είναι μειοψηφίες. Όμως είμαι μάλλον αισιόδοξος για το μέλλον. Όταν το 1750 ο Ρουσσώ έγραφε ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι, χλευάστηκε ως γραφικός, ως ιδιόρρυθμος παραδοξογράφος. Σήμερα οι απόψεις του αποτελούν κοινό τόπο: η ισότητα των ανθρώπων, είναι, τουλάχιστον θεωρητικά, καθολικό ζητούμενο για όλο τον δυτικό κόσμο. Έχω την αίσθηση πως σε 100 χρόνια, ή και νωρίτερα, δεν θα υπάρχουν πλέον έθνη – πως η «Εποχή των εθνών» θα είναι μια περασμένη ιστορική περίοδος όπως ο Μεσαίωνας ή η Αναγέννηση. Φυσικά θα υπάρχουν και τότε τελετουργίες μίσους – μα θα εκφράζονται από μιαν άλλη φενάκη, πιθανώς μεταθρησκευτική. Ή θα αποτυπώνουν καθαρά, δίχως προσχήματα πια, την όλο και πιο προφανή σύγκρουση μεταξύ των χορτάτων και των πεινασμένων.
Να μην έχουμε αυταπάτες: η ελληνική κοινωνία, με τον κυρίαρχο ανορθολογισμό της, θα διαφυλάξει τις παρελάσεις ως κόρη οφθαλμού – φαντάζομαι πως οι αυτοαποκαλούμενοι «πατριώτες» λογαριάζουν τον τρόμο τους ως ένα ακόμη χαρακτηριστικό της «ελληνικής ελληνορθόδοξης ιδιοπροσωπίας». Ωστόσο (σε αντίθεση με πολλούς άλλους) πιστεύω πως η παγκοσμιοποίηση, η εξέλιξη της τεχνικής και η διαδικτυακή επανάσταση, καταργούν τα σύνορα, διαχέουν την πληροφορία, εκδημοκρατίζουν την γνώση και φέρνουν τους ανθρώπους κοντύτερα. Ετούτη η πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης νομίζω πως θα καταστήσει τις παρελάσεις (τουλάχιστον όπως τις εθνικές παρελάσεις όπως τις γνωρίζουμε) έναν γραφικό αναχρονισμό δίχως νόημα. Κι αυτό είναι μια βάσιμη ελπίδα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή στις 28-10-2006
Δείξε μου περισσότερα γιατί είμαι περίεργος...
25 Μαρ 2008
Η παρέλαση είναι μια τελετουργία τρόμου, μίσους και θανάτου.
24 Μαρ 2008
Το Θιβέτ άναψε τη Φλόγα.
Διαμαρτυρία ακτιβιστών για τη απελευθέρωση του Θιβέτ, αστυνομική βία και παρωδία, προκλητική αποσιώπηση από τα κρατικά ΜΜΕ και από την Ελληνική διπλωματία. Αυτά αποκομίσαμε από την σημερινή τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας. Εικόνες και σκηνές ντροπής, σε ένα θεσμό που στην σύγχρονη αναβίωση του, έχει μεταλλαχθεί σε όπλο των ισχυρών.
Το παρακάτω βίντεο από το δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΪ, πιστεύω ότι, όχι μόνο καλύπτει αντικειμενικά το γεγονός, αλλά και δίνει φωνή στους διαμαρτυρόμενους ακτιβιστές.
Το Θιβέτ βρίσκεται υπό Κινεζική κατοχή από το 1950, μετά την εισβολή των στρατευμάτων του Μάο.
Έκτοτε, οι Θιβετιανοί έχουν υποφέρει πολλά από το εκάστοτε Κινέζικο καθεστώς. Όμως για να είμαστε αντικειμενικοί, πολλά έχουν υποφέρει και οι Κινέζοι πολίτες, που εδώ και χιλιάδες χρόνια τυγχάνουν ακραίας εκμετάλλευσης και σφαγιάζονται με το παραμικρό, προς τέρψιν του κάθε ολοκληρωτικού καθεστώτος. Και μόνο να σκεφτεί κανείς ότι αυτή η ιστορία χάνεται στα βάθη των αιώνων, σίγουρα δεν μπορεί να το χωρέσει μυαλό ανθρώπου.
Τώρα, πως γίνεται ο αγώνας του Θιβέτ να αποτελεί για μας, απλές ταραχές; Σχετικά μ' αυτό διαβάστε το άρθρο "Στα κατεχόμενα του Θιβέτ", του Πάσχου Μανδραβέλη στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.
Όπως μετέδωσαν επισήμως το ΜΜΕ, στις 10 του Μάρτη, ομάδα ακτιβιστών θιβετιανής καταγωγής, αποπειράθηκαν ν' ανάψουν την δικιά τους φλόγα εντός του ιερού χώρου της Αρχαίας Ολυμπίας. Επειδή δεν κατάφεραν να εισέλθουν, την άναψαν έξω από την Αρχαία Ολυμπία. Η είδηση αυτή μάλλον αποδεικνύεται ψευδής, διότι όπως βλέπουμε στο παρακάτω βίντεο, και εισήλθαν και άναψαν την φλόγα εντός τους ιερού χώρου, οργανώνοντας την δικιά τους λαμπαδηδρομία.
Εντύπωση δε μου προκαλεί η επίθεση στους δύο Θιβετιανούς ακτιβιστές που διαμαρτύρονταν έξω από το Στάδιο, όπου δύο "αθλητές" βγαίνουν από την πορεία, τους ξυλοφορτώνουν και στην συνέχεια ξαναεντάσσονται στην πορεία, λες και δεν συνέβη τίποτα. Αυτό λέγεται προσβολή των θεσμών και όχι η διαμαρτυρία για τα ανθρώπινα διακαιώματα που στο κάτω-κάτω αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του αθλητικού πνεύματος.
Επίσης, χαρακτηριστική είναι η εικόνα σύλληψης ενός άλλου ακτιβιστή ο οποίος προσπάθησε να επιδώσει ψήφισμα στον πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Jacques Rogge. Δύο μπάτσοι με πολιτικά το κρατάν και ενώ τρέχουν ψελλίζουν παρακλητικά: "Ένα περιπολικό ρε παιδιά! Καλέστε ένα περιπολικό!". Μια φωνή από το βάθος τους απαντάει κοφτά: "Δεν έχει περιπολικά εδώ". Επίσης πλάκα έχει που αυτός που προσπαθεί να καλύψει το πρόσωπο του, δεν είναι ο ακτιβιστής... αλλά ο μπάτσος.
Εν όψη έλευσης των Ολυμπιακών αγώνων του Πεκίνου, οι Θιβετιανοί (όπως ήταν αναμενόμενο) έχουν βαλθεί να τραβήξουν τα βλέμματα του κόσμου πάνω τους. Είναι μια κίνηση απελπισίας και αναζήτησης βοηθείας από την παγκόσμια κοινότητα. Στην Ολυμπία πάντως, μάλλον που πέτυχαν τον σκοπό τους και μπράβο τους.
Από την άλλη πλευρά, η Κινέζικη κυβέρνηση συνεχίζει αδιάλλακτη το βιολί της ρίχνοντας λάδι στην φωτιά. Με τα πρόσφατα γεγονότα στο Θιβέτ, μάλλον έδωσε περισσότερη έμφαση για μια ακόμη φορά στον κακό χαρακτήρα και την αδιαλλαξία της."Αν η ολυμπιακή φλόγα είναι ιερή, τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ακόμη πιο ιερά. Δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε την κινεζική κυβέρνηση να αποκτήσει την Ολυμπιακή Φλόγα, ένα σύμβολο ειρήνης, χωρίς να καταγγείλουμε τη δραματική κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα, λιγότερο από πέντε μήνες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων"
Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα
Δείξε μου περισσότερα γιατί είμαι περίεργος...